Skip to main content

Παιδαγωγική Λογική και Σχολικές Ποινές

Blog  5274

Όπως γνωρίζουμε οι χρησιμοποιούμενες λέξεις δεν είναι ουδέτερες. Από πολλές με παραπλήσιο περιεχόμενο, κατά κανόνα επιλέγουμε εκείνες που ταιριάζουν καλύτερα στη γενικότερη κοσμοθεωρητική μας προσέγγιση και την ιδεολογική σκοπιά που υιοθετούμε. Από την άλλη οι χρησιμοποιούμενοι κάθε φορά όροι υποβάλλουν και επιβάλλουν τρόπους διαχείρισης καταστάσεων και ορισμένου τύπου λύσεις σε συγκεκριμένα προβλήματα.

Κάθε φορά που συμβαίνει κάτι έκτακτο στο σχολείο – δυο μαθητές τσακώνονται, κάποιος κάνει μια σκανταλιά ή μια ζημιά, μαθητής ή μαθήτρια παραβιάζει σχολικό κανόνα – ποια είναι η συνέχεια; Πώς απαντάμε στα σχολεία σε τέτοιες προκλήσεις; Αναρωτιόμαστε τι πιθανόν κάνουμε λάθος; Ποιες είναι οι ανάγκες των παιδιών που κρύβονται πίσω από τέτοιες εκδηλώσεις; Κάποιες φορές ναι. Πολλές φορές όμως, οι προσπάθειες μας επικεντρώνονται στην αναζήτηση του ενόχου για να τιμωρηθεί δίκαια και ανάλογα με το πειθαρχικό του ολίσθημα και εξαντλούνται σε αυτό. Είναι φανερό ότι η συζητούμενη λογική έχει πολλά κοινά χαρακτηριστικά με εκείνα που έχει ο τρόπος που σκέφτεται και δρα ο αστυνομικός και ο δικαστής. Με τον ενθουσιασμό του ντετέκτιβ και την αυστηρότητα του δικαστή, πολλοί εκπαιδευτικοί επιδίδονται στο κυνήγι του ενόχου, καταφεύγοντας όχι μόνο στις πρακτικές των παραπάνω ειδικών αλλά και στην ορολογία που αυτοί χρησιμοποιούν στη δουλειά τους.

Δεν είναι δύσκολο να καταλάβουμε ότι οι όροι αυτοί έχουν ένα εννοιολογικό φορτίο, που, ακόμη και αν είναι κατάλληλο – πράγμα αμφίβολο – για το χώρο της εγκληματικής συμπεριφοράς με τον οποίο ασχολούνται δικαστές και αστυνομικοί, σίγουρα δεν είναι κατάλληλο για το σχολείο. Οι όροι ένοχος-αθώος, θύτης-θύμα, τιμωρία, ποινές, ποινολόγιο, ποινή με αναστολή, ανάκριση, απολογία, ομολογία, μάρτυρας κλπ. είναι ακατάλληλοι για το σχολείο, διότι και μόνο η χρήση τους συμπαρασύρει σε μια στάση, αντιμετώπιση και μεταχείριση των σχολικών προβλημάτων και των μαθητών που είναι ανάλογες του αστυνομικού και δικαστικού πνεύματος, του τρόπου που αντιλαμβάνονται και δραστηριοποιούνται στο χώρο τους οι λειτουργοί του νόμου και της τάξης. Η λογική της αντιμετώπισης του εγκλήματος έχει παρεισφρήσει στο σχολείο, το οποίο έτσι συχνά ενεργεί, σε κάθε έκτακτη κατάσταση, με μια λογική στο επίκεντρο της οποίας βρίσκεται η αναζήτηση του ενόχου, η ανακάλυψη και η τιμωρία του.

Η αναζήτηση όμως του ενόχου δεν έχει παιδαγωγική νομιμοποίηση. Αντιθέτως αντιστρατεύεται την παιδαγωγική λογική. Το ενδιαφέρον του αστυνόμου ή του δικαστή έχει ως επίκεντρο τον κολασμό του ενόχου. Ο αστυνόμος ή ο δικαστής εστιάζει στο δίπολο αθώος – ένοχος, καλός – κακός, θύτης – θύμα. Παιδαγωγικά αυτό είναι λάθος. Αν και δεν είναι αδιάφορα τα γεγονότα, κεντρική επιδίωξη του σχολείου δεν είναι, δεν πρέπει να είναι, η ανακάλυψη του ενόχου και η απόδοση επίσημης ετικέτας. Βεβαίως ενδιαφέρει ποιος έκανε, τι και γιατί, αλλά όχι για να καταλήξουμε στην επίδειξη του ενόχου, αυτού που θα πρέπει να χρεωθεί την ευθύνη κάποιας πράξης για να αποδοκιμαστεί. Τα γεγονότα, οι πράξεις και οι προθέσεις ενδιαφέρουν κυρίως για να εκτιμηθεί ποιες είναι οι ανάγκες κάθε παιδιού, πώς μπορεί το σχολείο να ανταποκριθεί  καλύτερα σ' αυτές και τι θα ήταν σκόπιμο σε κάθε περίσταση να γίνει.

Βέβαια το τι χρειάζεται να γίνει δεν είναι κάτι απλό, αφού διαφέρει ανάλογα με τη σκοπιά που κάποιος προσεγγίζει το θέμα. Έτσι στο τι χρειάζεται από τη σκοπιά του σχολείου μοιραία εμπλέκονται οι ανάγκες λειτουργίας του σχολείου ως θεσμού και η προσαρμογή του παιδιού στις ανάγκες αυτές. Είναι ανάγκη λοιπόν να ξεκαθαριστεί ο στόχος. Τι παρεμβάσεις χρειάζεται το παιδί για να επιτευχθεί τι;

 

Ποια είναι, ποια πρέπει να είναι η παιδαγωγική στόχευση όταν λαμβάνεις παιδαγωγικά μέτρα;

Η απάντηση στο ερώτημα αυτό θα μπορούσε να είναι με λίγα λόγια: κοινωνική προσαρμογή με σεβασμό στις ατομικές ιδιαιτερότητες – που δε θα πρέπει να αντιμετωπίζονται ως αναγκαίο κακό, αλλά μάλλον ως η προσωπική συνεισφορά και ο προσωπικός πλούτος κάθε παιδιού – φροντίζοντας δηλαδή αυτή η προσαρμογή να μη γίνεται ισοπεδωτικά, ώστε να μην αγνοούνται οι προσωπικές ανάγκες κάθε μαθητή ή μαθήτριας.  Μια προσαρμογή που αφενός θα εξασφαλίζει τις κατάλληλες συνθήκες συμβίωσης και δημιουργικής αλληλεπίδρασης μεταξύ των εκπαιδευτικών παραγόντων, ταυτόχρονα όμως ικανοποίηση των προσωπικών αναγκών, με εξασφάλιση συνθηκών ψυχικής ικανοποίησης και ευημερίας.

------------------------------------------------------

Δε χρειάζεται όμως να γίνουν κατανοητοί οι κανόνες και να εξασφαλίζεται συμμόρφωση σε αυτούς; Και βέβαια χρειάζεται. Εξάλλου, το σχολείο έχει την ευθύνη και μοιραία ρίχνει το βάρος του σε αυτό το κομμάτι. Δεν αποτελεί δομή ψυχικής υποστήριξης, ώστε να ασχολείται με τα ιδιαίτερα ψυχολογικά προβλήματα των παιδιών και πολύ περισσότερο να τα επιλύει. Σίγουρα όμως δεν μπορεί να τα αγνοεί. Και σίγουρα δε θα πρέπει να λειτουργεί κατά τρόπο που θα συμβάλλει στη δημιουργία τέτοιων προβλημάτων.

Επιτυχημένη κοινωνικοποίηση και ψυχική ισορροπία είναι από πολλές απόψεις πλευρές του ίδιου νομίσματος και σε κάθε περίπτωση συνδέονται εντονότατα μεταξύ τους. Οι ήπιοι τρόποι προσαρμογής είναι απαραίτητοι για την αποφυγή καταστάσεων σύγκρουσης και μονιμότερης αντιπαράθεσης του παιδιού προς τους ποικίλους φορείς εξουσίας, από τον γονέα μέχρι το σχολείο ή το κράτος. Απαραίτητο είναι επίσης να γίνεται η προσαρμογή με τους χρόνους και τις ιδιαιτερότητες κάθε παιδιού και βέβαια χωρίς στιγματιστικές διαδικασίες που είναι πολύ επικίνδυνες. Εάν το παιδί στιγματιστεί, περιθωριοποιηθεί, χαρακτηριστεί με ετικέτα μειονεξίας (ένοχος, κακός, θύτης), η πιθανότερη κατάληξη θα είναι να υιοθετήσει μια τέτοια ετικέτα και τους ρόλους που της αντιστοιχούν. Τότε το σχολείο λειτουργεί αντιπαιδαγωγικά, ενισχύοντας την περιθωριοποίηση των πιο «δύσκολων», των ψυχολογικά και κοινωνικά αδύναμων μαθητών. Αντί να φροντίζει να ενισχύσει την αυτοπεποίθηση, αυτοεκτίμηση και αυτοεικόνα των μαθητών που έχουν ελλείμματα, καταλήγει να ενισχύει τις αρνητικές πλευρές τους, τα ελλείμματα και τις αδυναμίες τους, δημιουργώντας ένα μαθητικό περιθώριο, που προορίζεται να επιτελέσει όλες εκείνες τις λειτουργίες που κάθε κοινωνικό περιθώριο επιτελεί

Στο σχολείο συχνά παρασυρόμαστε από τη λογική του ποινικού σωφρονισμού και μερικές φορές επιδιώκουμε την τιμωρία ως ανταπόδοση κακού, προκειμένου να ικανοποιηθεί ο θιγείς μαθητής ή εκπαιδευτικός από την «κακιά» πράξη ενός μαθητή και να αποκατασταθεί η διασαλευθείσα ηθική τάξη και ισορροπία. Η ποινή όμως στο σχολείο δεν μπορεί να δικαιολογηθεί παρά μόνο ως παιδαγωγικό μέσον. Αυτό σημαίνει ότι πρώτ’ απ’ όλα πρέπει να υπηρετεί το συμφέρον του τιμωρούμενου. Και ποιο είναι το συμφέρον του τιμωρούμενου; Προφανώς είναι η καλύτερη ένταξή του στο σχολικό περιβάλλον και ευρύτερα στην κοινωνία. Το παιδί βεβαίως λογίζεται ως πρόσωπο υπό διαμόρφωση. Επομένως πρέπει να κοινωνικοποιηθεί κατάλληλα και η ποινή μόνο μέσα στα πλαίσια της εξυπηρέτησης των αναγκών μιας επιτυχημένης κοινωνικοποίησης έχει νόημα.

 

 

Η επικινδυνότητα της σχολικής τιμωρίας

Ένας κίνδυνος είναι να προκαλέσει αντιστάσεις, με αποτέλεσμα όχι απλά το παιδί να ξεφύγει και να καταφέρουμε να επιτείνουμε ή να μονιμοποιήσουμε την απόκλισή του από τα αποδεκτά πρότυπα συμπεριφοράς, αυτά που το σχολείο επιχειρεί να του μεταδώσει, αλλά και να του προκαλέσει αποστροφή και μονιμότερη σύγκρουση με την επίσημη κοινωνία στρέφοντάς το σε περιθωριακές ομάδες και αντικοινωνικές συμπεριφορές. Ένας δεύτερος κίνδυνος που συνδέεται με τον πρώτο, χωρίς πάντως να ταυτίζεται με αυτόν,  είναι ότι με την τιμωρία το παιδί κινδυνεύει να σχηματίσει μια κακή εικόνα για τον εαυτό του, μια αρνητική εικόνα, την εικόνα του δύσκολου, του προβληματικού, του βίαιου, του κακού. Η ποινή λοιπόν στο σχολείο πρέπει να χρησιμοποιείται με παιδαγωγική ευαισθησία – το ζήτημα της ποινής και του ποινικού συστήματος είναι πολύ ευρύτερο, αλλά δε θα το λύσουμε εδώ.

 

Πότε μπορεί να είναι παιδαγωγικά χρήσιμη η ποινή

Όταν λέμε ότι πρέπει να γίνεται παιδαγωγική χρήση της ποινής, αυτό σημαίνει ότι: πρώτον, πρέπει να χρησιμοποιείται για το καλό του τιμωρούμενου. Όχι για εξουδετέρωσή του, όχι για περιθωριοποίησή του, όχι για να αποτελέσει το παράδειγμα προς αποφυγήν, όχι για να φοβηθούν οι άλλοι, όχι για να διατηρηθεί η σχολική ισορροπία. Δε δικαιολογείται επομένως, παρά μόνον ως ένας τρόπος να γίνει σαφέστερος ένας κανόνας, να βοηθηθεί το παιδί να αντιληφθεί τον κανόνα, να ταρακουνηθεί ώστε να μπορέσει να συνειδητοποιήσει την αναγκαιότητα, τη λειτουργία, την αξία του κανόνα και κυρίως της αξίας την οποία στηρίζει και προστατεύει ο κανόνας. Η τιμωρία μπορεί να γίνει αποδεκτή παιδαγωγικά, μόνο ως επιβοηθητική της χάραξης ορίων και της ενίσχυσής τους. Αν όμως η ύπαρξη των ορίων είναι αναγκαία, απαραίτητο είναι ταυτόχρονα να μην μπερδεύουμε τα όρια με την τιμωρία. Η αναγκαιότητα της ύπαρξης πλαισίου και κανόνων συχνά συγχέεται με την τιμωρητικότητα. Άλλο όμως κανόνας, άλλο τιμωρητικό πνεύμα.

 

Οι κανόνες είναι απαραίτητοι διότι:

1ον) Επιτρέπουν τη συλλογική δράση και τη συνεργασία, η οποία αλλιώς θα ήταν ανέφικτη

2ον) Δίνουν προσανατολισμό και νόημα στη δράση και αξία στο σκοπό. Έτσι ο κανόνας ότι δεν επιτρέπεται η καταφυγή σε πράξεις ή εκφράσεις που προσβάλλουν τους συνανθρώπους μας, υποδεικνύει, αναδεικνύει και στηρίζει την αξία του ανθρώπου και του σεβασμού της ανθρώπινης προσωπικότητας.

 

 

Καλό είναι να θυμόμαστε ότι περισσότερο συμμορφωτικός είναι ο έπαινος και η επιβράβευση, παρά η τιμωρία και η επιτίμηση. Πάντα πρέπει να έχουμε κατά νου ότι η μάθηση δεν επιτυγχάνεται με τον εξαναγκασμό ή πολύ περισσότερο με την τιμωρία Γενικά, όταν υπάρχει πρόβλημα, είναι προτιμότερη η αποδοκιμασία της συμπεριφοράς ή η λήψη μέτρων αποκατάστασης του απαιτούμενου κλίματος, παρά η τιμωρία. Η τιμωρία μόνο ως εξαίρεση έχει νόημα και αποτέλεσμα επωφελές και σε καμία περίπτωση δεν πρέπει να πλήττει την ηθική υπόσταση και ακεραιότητα του μαθητή, υπονομεύοντας έτσι την αυτοεικόνα του. Αυτό είναι πολύ σημαντικό διότι αν ο μαθητής αποκτήσει αρνητική αυτοεικόνα αργά ή γρήγορα θα διαμορφώσει συνείδηση και συμπεριφορά ανάλογη.

Η ποινή μπορεί να έχει θετική συμβολή στη διευκρίνηση και την ενίσχυση του πλαισίου και των ορίων στη συμπεριφορά, όταν το παιδί αισθάνεται ότι με την ποινή αποδοκιμάζεται η συγκεκριμένη συμπεριφορά και όχι αυτό το ίδιο. Όταν αισθάνεται ότι γίνεται για το καλό του και όχι για να του κάνει κακό. Όταν αισθάνεται ότι, ανεξάρτητα από την ποινή, το αγαπούν και το εκτιμούν. Όταν η αποδοκιμασία της συγκεκριμένης συμπεριφοράς συνοδεύεται από παράλληλη ενίσχυση των θετικών στοιχείων της αυτοεικόνας του, εστιάζοντας σε αυτά με θετικό πνεύμα.

Αναπλαισιώνοντας ο εκπαιδευτικός την κατάσταση μπορεί να προβάλει τις θετικές πλευρές της στάσης του μαθητή. Κατανοώντας τα υποκειμενικά κίνητρα του μαθητή πρέπει να ανακαλύψει τη βαθύτερη ανάγκη που κρύβεται πίσω από την αρνητική συμπεριφορά και να προσπαθήσει να του υποδείξει θετικούς τρόπους διεκδίκησης και ικανοποίησης της ανάγκης. Επιπλέον βοηθώντας το παιδί να καταλάβει τα κίνητρα της συμπεριφοράς του “αντίπαλου” συμμαθητή, μπορεί να τον οδηγήσει σε κατανόηση μέσω της ενσυναίσθησης. Η ανανοηματοδότηση στην προκειμένη περίπτωση μπορεί να οδηγήσει σε επίλυση της σύγκρουσης. Σε κάθε περίπτωση είναι αναγκαία η έκφραση της εμπιστοσύνης στην καλή διάθεση του μαθητή – στη  λογική ότι η αρνητική συμπεριφορά στηρίζεται σε πλάνη και όχι σε κάποια υποτιθέμενη «κακότητα».

Η πεποίθηση και η εξωτερίκευσή της με τη μορφή μάλιστα της βεβαιότητας για την καλή πίστη του μαθητή, ή ακόμη περισσότερο για τη δέσμευσή του, σε κάποιες περιπτώσεις, να συνεργαστεί και να συμβάλει στην επίλυση του προβλήματος, είναι πολύ σημαντική, αφού μπορεί να τον μετατρέψει από παράγοντα ανωμαλίας  σε πολύτιμο αρωγό και συνεργάτη.

 

 

 

 

 

Bloggers